- ἡνίαι
- ἡνία 2bridlefem nom/voc plἡνίᾱͅ , ἡνία 2bridlefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡνίᾳ — ἡνίαι , ἡνία 2 bridle fem nom/voc pl ἡνίᾱͅ , ἡνία 2 bridle fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηνία — Οι δερμάτινοι ιμάντες, γνωστοί και ως γκέμια, που προσδένονται στους δακτυλίους που βρίσκονται στις δύο άκρες του χαλιναριού και χρησιμεύουν στην οδήγηση ενός υποζυγίου. Το είδος των η. διαφέρει ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος, πεζός ή… … Dictionary of Greek
PHLEOS seu PHLEUM — PHLEOS, seu PHLEUM Graece φλεὼς, herba palustris sine spinis. e qua vestes et retia texebantur, Iones φλοῦν dicebant. Unde φλοΐνη ἐςθὴς Herodoto l. 3. Et φλοΐναι σπυρίδες ac ψίαθοι Euriptdi, et φλοΐναι ἡνίαι, Polluci. Ad vitilia certe et nexus,… … Hofmann J. Lexicon universale
ευήνιος — ο (ΑΜ εὐήνιος, ον) 1. ο υπάκουος στα ηνία, αυτός που κυβερνιέται εύκολα με χαλινάρι (α. «εὐήνια ὀχήματα» β. «ἵπποι εὐηνιώτατοι», Πλάτ.) 2. (για ανθρώπους) αυτός που χειραγωγείται εύκολα, ο εύπλαστος μσν. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εὐήνια με υπακοή … Dictionary of Greek
ζευκτικός — ζευκτικός, ή, όν (Α) [ζευκτός] 1. (το θηλ. ως επίθ. τής Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο κρεβάτι τον άντρα με τη γυναίκα 2. φρ. «ζευκτικαὶ ἡνίαι» η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα … Dictionary of Greek
κατανωτιαίος — α, ο (Α κατανωτιαῑος, αία, ον) αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται στα νώτα («ἡνίαι κατανωτιαῑαι» τα χαλινάρια κατά μήκος τής ράχης τού αλόγου, Ιουλ. Πολυδ.) … Dictionary of Greek
ἡνί' — ἡνία , ἡνία 1 reins neut nom/voc/acc pl ἡνίαι , ἡνία 2 bridle fem nom/voc pl ἡνίᾱͅ , ἡνία 2 bridle fem dat sg (attic doric aeolic) ἡνία , ἡνίον reins neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)